Χαλκιδῆς

Χαλκιδῆς
Χαλκιδεῖς
masc nom pl
Χαλκιδεῖς
masc nom/voc pl
Χαλκιδεύς
inhabitant of Chalcis
masc nom pl
Χαλκιδεύς
inhabitant of Chalcis
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χαλκίδης — ο, Ν ζωολ. γένος σκίγκων, σαυρών ευρέως διαδεδομένων και στη χώρα μας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chalcides < χαλκίς, ίδος] …   Dictionary of Greek

  • σκίγκος — (scincus). Φολιδωτό ερπετό της οικογένειας των Σκιγκιδών, της υπόταξης των σαυροειδών. Ζει στις ερημικές ζώνες της νοτιοδυτικής Ασίας και της Β. Αφρικής. Στο γένος χαλκίδης της ίδιας οικογένειας ανήκουν ο χαλκίδης ο τριδάκτυλος, συνολικού μήκους… …   Dictionary of Greek

  • Olynthus — For the butterfly genus, see Olynthus (butterfly). Ruins of ancient Olynthus. Olynthus (Ancient Greek: Όλυνθος, named for the olunthos, a fig which ripens early; the area abounded in figs) was an ancient city of Chalcidice, built mostly …   Wikipedia

  • Georgios Chalkidis — Spielerinformationen Spitzname „Bruno“ Geburtstag 13. Mai 1977 Geburtsort Ptolemaida, Griechenland Staatsbürgerschaft …   Deutsch Wikipedia

  • συγκατοικίζω — αττ. τ. ξυγκατοικίζω Α [κατοικίζω] 1. φέρνω κατοίκους σε έρημη χώρα και ιδρύω αποικία 2. βοηθώ κάποιον να κατοικήσει σε έναν τόπο («ἐκ Μεγάρων τῆς μητροπόλεως οὔσης αὐτοῑς ἐπελθὼν ξυγκατῴκισεν», Θουκ.) 3. (κυριολ. και μτφ.) βάζω να κατοικήσουν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”